- πρωτοπορ(ε)ίο
- η1) авангард; 2) авангардная роль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοπορ(ε)ία — η, ΝΜΑ [πρωτοπόρος] 1. το να προπορεύεται κανείς ή κάτι, προβάδισμα 2. (κατ επέκτ.) α) το σύνολο τών προπορευομένων β) στρ. η εμπροσθοφυλακή νεοελλ. μτφ. α) το σύνολο ατόμων που προηγούνται τής εποχής τους ή είναι επικεφαλής πολιτικής, κοινωνικής … Dictionary of Greek
βιβλιοκαπηλ(ε)ία — η 1. αισχροκέρδεια από την πώληση βιβλίων 2. παράνομη ανατύπωση και διάθεση βιβλίων στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιβλιοκαπηλία (< βιβλιοκάπηλος) μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Βερναρδάκη, ο δε τ. βιβλιοκαπηλεία (< βιβλίο(ν) + καπηλεία)… … Dictionary of Greek